- κριηδόν
- κριηδόν (Α)επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ' ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. αγελ-ηδόν, λεοντ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριηδόν — like a ram indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)